κανείσ όσο εσύ δε μου λείπει


Σε στενά που θυμίζουν ιστορία, μυρωδιές που θυμίζουν πολιορκία και κάπου σε 1 στροφή ακούω να μου φωνάζεις "τρέχα" - 
κανείς όσο εσύ δε μου λείπει 
απογευματινό κάπου χαμένοι ανάμεσα στα σοκάκια μιας παλίας θεσσαλονίκης, εκεί κάπου ανάμεσα στη συγγρού και την παλία αγορά να ξεπροβάλει δειλά ο αυγουστιάτικος ήλιος
μικρές ακτίνες να τρέχουν σιγά σιγά ανάμεσα σε τέντες και επιγραφές που θυμίζουν άλλο αιώνα, και να ισορροπούν με δυσκολία - προσπαθώντας να σκεφτούν ότι σε λίγο θα βραδιάσει και θα χαθούν
και όμως γλυκιά μου το σκοτάδι θα σε πιάσει
εκεί ανάμεσα στα μπαχαρικά, την γλυκιά κυρία που φωνάζει να έρθεις να αγοράσεις κάτι...
μυρωδιές που θυμίζουν πολιορκία, υγρασία και φωτιά
και εγώ να κάθομαι σε ένα τραπεζάκι μικρό κόκκινο να σε περιμένω
και από μπροστά μου να περνάνε άνθρωποι πολλοί
ο καθένας μια ιστορία, μια καταδίκη σε μιά ζωή που δε διάλεξαν και σε πορεία που δεν επέλεξαν
και όμως ο καθένας τόσο ευτυχισμένος που ίσως δεν το αντιλαμβάνεται και δεν το ξέρει
ο ουρανός γίνεται κόκκινος σιγά σιγά, και δε μπορώ να ξεχωρίσω το τραπεζάκι από τον αέρα
και σκέφτομαι ότι αύριο θα κάνει κρύο
η μυρωδιά γίνεται πιο έντονη, τι έγινε άραγε... γιατί η φωτιά να μυρίζει τόσο και φοβάμαι
εσύ δεν έχεις έρθει ακόμα και εγώ είμαι μόνη στο κόκκινο τραπεζάκι που τώρα πια δε βλέπω
ο αεράς δυναμώνει και η πόλη μυρίζει πολιορκία, σαν να γέμισε ξαφνικά πυρομαχικά
αρχαίες μυρωδιές, μαγίες και πολεμοφόδια ενός παλιού καιρού, τόσο παλιά όσο τα λιθόστρωτα δρομάκια
το ξέρω ότι πρέπει να σηκωθώ, αλλά δε θέλω - πού είσαι?
και από κάποια στροφή σε ακούω να μου φωνάζεις "τρέχα"
δεν προλαβαίνω να γυρίσω και η φωνή σου έχει χαθεί σε έναν απόηχο σκόνης
το κόκκινο τραπεζάκι έχει πέσει κάτω και έχει μαύρες γραμμές τώρα, σαν μία κόκκινη ζέβρα
οι άνθρωποι γύρω τρέχουν και εγώ κοιτάω κάπου στο κενό - εκεί που πριν από λίγο έτρεχες
με κοιτούσες με το βλέμμα εκείνο που είχες όταν σε πρωτογνώρισα
με κοιτούσες τότε σαν να ήμουν παλιά σου φίλη, μια γνωριμία αιώνων - με ήξερες από κάπου
αλλά δεν ήξερες πώς και πού, φοβόσουν να με αγγίξεις - γιατί ήταν εκείνη τότε στη ζωή σου
και πολλές φορές σου είχα ζητήσει να έρθεις μαζί μου να ακούσουμε τις μουσικές που τόσο μας άρεσαν
και όμως ποτέ δεν ερχόσουν, και πάντα με έδιωχνες μακριά σου - σαν να ήμουν εχθρός
συχνά έβρισκες ευκαιρίες να με πληγώνεις
εξαφανιζόσουν, χανόσουν, έσβηνες τα ίχνη σου - πάντα κάτι για να μη σε βρω και σου θυμίσω
οι συζητήσεις μας να είναι σαν τσουνάμι - η γαλήνη και το χάος
και μετά το χάος ποτέ ξανά δεν είμασταν ίδιοι, εσύ να κρύβεσαι και εγώ να σε αναζητώ
όταν επιτέλους σταμάτησε το χάος καθόμουν κάπου σε μια παραλία νομίζω
θυμάμαι τον ήχο των κυμμάτων και τη μυρωδιά του αλατιού
και περπατούσες και με είδες να ονειρεύομαι μου είπες, το γαλήνιο βλέμμα μου σου αρέσει
το χαμόγελο του ονείρου μου ήταν γλυκό
δε σε είχα ξεχάσει, αλλά σε είχα ξεπεράσει και η θάλασσα ήταν τόσο όμορφη
και έκατσε μαζί μου και μιλούσαμε και ονειρευόμασταν
και καταλήξαμε μαζί να περπατάμε σε στενά, να ονειρευόμαστε αξίες - να αγαπάμε
κοιτάω εκεί που ήσουν πριν από λίγα δευτετόλεπτα - γιατί δε σε βλέπω
που έχεις χαθεί, πολιορκία μυρίζει η πολή - τώρα πια δεν είναι απλά ανάμνηση, μια ακόμα μυρωδιά
η πολή πολιορκείται και εσύ δεν είσαι πια εκεί
τρέχα? έτσι ... απλά...
κανείς δε θα μου λέιψει όσο εσύ
μου λείπουν όλα όσα δε θα ζήσουμε, όλα εκείνα που δε θα δούμε
και δε θέλω να δω τίποτα - γιατί βλέπω εσένα πεσμένο στα λιθόστρωτα δρομάκια
αδύναμο, ανίσχυρο και χωρίς πνοή

Σία*

Comments

Popular posts from this blog

Σήμερα στην αρχή

όλη

Για τα 7 χρόνια